παχυμηνιγγίτιδα

παχυμηνιγγίτιδα
η
1. ιατρ. χρόνια φλεγμονή που προκαλεί πάχυνση τής σκληράς μήνιγγας
2. φρ. «χρόνια οστεωτική παχυμηνυγγίτιδα»
(κτην.) παχυμηνιγγίτιδα αρκετά κοινή στους ηλικιωμένους σκύλους, που εντοπίζεται συνήθως στην οσφυϊκή μοίρα τού νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachymeningitis < παχυ-* + μηνιγγίτιδα. Η λ. στον λόγιο τ. παχυμηνιγγίτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”